- πλησίον
- ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίονεπίρρ.1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.)2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίονεκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος («ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ΠΔ)3. (με το άρθρ. και τών τριών γενών ως άκλ. επίθ.) ο, η, το πλησίοναυτός που κείται ή βρίσκεται κοντά (α. «η πλησίον οικία» β. «ἐν ταῑς πλησίον κλίναις», Πλάτ.)αρχ.(με το αρσ. αρθρ. ως επίθ.) ὁ πλησίονα) γείτονας κάποιουβ) συγγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίον, ουδ. τού επιθ. πλησίος*].
Dictionary of Greek. 2013.